top of page
photo_2023-05-17_16-41-46_edited_edited.

Βιοθυμική
Ψυχοθεραπεία

Τι είναι η Βιοθυμική Ψυχοθεραπεία – Υπνοθεραπεία;

Η Βιοθυμική Ψυχοθεραπεία – Υπνοθεραπεία ανήκει στις Θεραπείες του Υποσυνειδήτου ή Θεραπειες του Συναισθήματος (Affect or Emotion Therapies) και αποτελεί μία από τις πιο σύγχρονες και εξελισσόμενες προσεγγίσεις στον τομέα τους. Βασίζεται στις σύγχρονες έρευνες της Συγκινησιακής Νευροεπιστήμης (Affective Neuroscience) σχετικά με τη νευροβιολογία του συναισθήματος και τον τρόπο με τον οποίο τα ευρήματα των Νευροεπιστημών εφαρμόζονται στην Ψυχοθεραπεία. Επίσης εμπεριέχει θεωρητικές βάσεις και πρακτικές εφαρμογές από τη θεραπεία των Καταστάσεων του Εγώ των John & Helen Watkins και άλλων. Η ονομασία της προκύπτει από το συνδυασμό των λέξεων “Βιολογία” και “Θυμικό” (“Συγκίνηση”= Affect = νευροφυσιολογική αντίδραση σε ένα ερέθισμα η οποία αποτελεί ένα συντονισμένο σύστημα σωματικών και ψυχικών αντιδράσεων).

Πρόκειται για βραχεία ψυχοθεραπεία με συγκεκριμένη δομή, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος, όμως είναι ευέλικτη και μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με το θέμα που φέρει ο θεραπευόμενος. Στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποκλειστική προσέγγιση ή να συνδυαστεί με άλλες προσεγγίσεις, ενώ αξιοποιεί την επικοινωνία και σε συνειδητό και σε υποσυνείδητο επίπεδο. Η εξέλιξη των μεθόδων της βασίζεται στη θεώρηση ότι οι νευροβιολογικές, συγκινησιακές, συναισθηματικές, γνωστικές (σκέψη, νόηση, κλπ) και συμπεριφορικές λειτουργίες του ανθρώπου γίνονται αντιληπτές ως αλληλεξαρτώμενες και αλληλοσυνδεόμενες διαμορφώνοντας ένα όλον (ή αλλιώς ως ένα σύστημα) και βιώνονται από τον άνθρωπο ως ταυτόχρονες.

Η Βιοθυμική προσέγγιση βασίζεται στα επιστημονικά ευρήματα που έχουμε για τη νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου, δηλαδή στην ικανότητά του να επεξεργάζεται και να αφομοιώνει νέες εμπειρίες μέσω της δημιουργίας νέων συνάψεων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν οι επανορθωτικές εμπειρίες ή αναπλαισιώσεις παλαιότερων αρνητικών εμπειριών. Μέσω αυτών των διεργασιών διαμορφώνουμε νέες αντιλήψεις για τον εαυτό και αναπτύσσουμε νέους πιο λειτουργικούς τρόπους που μας ταιριάζουν και μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε πιο αποτελεσματικά τις συνθήκες τις οποίες βιώνουμε ως ενήλικες στο σήμερα.

Εστιάζει επίσης στη συναισθηματική και προ-λεκτική μάθηση και μνήμη, δηλαδή στο πώς αποτυπώνονται και κωδικοποιούνται στον υποσυνείδητο νου οι πρώιμες εμπειρίες που είχαμε ως βρέφη και μικρά παιδιά, προτού ακόμη αναπτύξουμε τη λειτουργία της γλώσσας και άλλων ανώτερων συνειδητών νοητικών λειτουργιών, όπως η λογική- αναλυτική σκέψη, κλπ. Οι δομές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία της ρητής μνήμης (δηλαδή αναμνήσεις που μπορούν να περιγραφούν με λόγια) αναπτύσσονται στο παιδί μετά τα δύο με τρία έτη. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προηγούμενες εμπειρίες που προσλαμβάνει από το περιβάλλον του, αποθηκεύονται ως σωματική και συναισθηματική μνήμη εμπλέκοντας άλλες δομές (όπως η αμυγδαλή), οι οποίες ήδη αναπτύσσονται από την εμβρυική ζωή και σχετίζονται με την υποσυνείδητη και συναισθηματική λειτουργία του εγκεφάλου. Οι μνήμες αυτές είναι άρρητες, προ-λεκτικές (δηλαδή δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά) και παραμένουν ασυνείδητες (δηλαδή δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτές). Από τη στιγμή που θα δημιουργηθούν μπορούν σε οποιαδήποτε φάση της ζωής να επηρεάζουν με υποσυνείδητο τρόπο τις πεποιθήσεις που έχουμε αναπτύξει για τον εαυτό μας, τη συναισθηματική μας κατάσταση και τους τρόπους που αντιμετωπίζουμε διάφορες καταστάσεις . Αυτό συμβαίνει επειδή στη βρεφική και νηπιακή ηλικία αυτές οι αρχικές κωδικοποιήσεις δημιουργούν συναισθηματικές αναπαραστάσεις των εμπειριών του παιδιού, οι οποίες θα αποτελέσουν προδιαθέσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα ερμηνεύει και θα αφομοιώνει τις μετέπειτα εμπειρίες του και τις σχέσεις του με τους άλλους σε επόμενα στάδια της ανάπτυξής του. Αυτό συμβαίνει τόσο για τις θετικές όσο και για τις αρνητικές εμπειρίες.

Έτσι σχετικά με την ενήλικη ζωή, η Βιοθυμική προσέγγιση θεωρεί ότι η αρχική ρίζα των ψυχολογικών ή άλλων προβλημάτων (πχ. δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφορών στις σχέσεις, ψυχοσωματικά, κλπ) βρίσκεται σε αυτές τις προ-λεκτικές εμπειρίες και μνήμες του ατόμου. Δεν μπορούμε να αποκτήσουμε τη συνειδητή τους επίγνωση, όμως μπορούμε να τις βιώσουμε με τη μορφή σωματικών αισθήσεων ή συναισθημάτων.

Στόχος είναι να κατανοήσουμε ότι τα τωρινά δυσλειτουργικά μοτίβα που βασίζονται σε αυτές τις εμπειρίες (αποτελούμενα από συναισθήματα, σκέψεις, συμπεριφορές, κλπ) δημιουργήθηκαν επειδή κάποτε μας ήταν χρήσιμα όταν είμασταν παιδιά, ώστε να προστατευθούμε, να αμυνθούμε ή να κερδίσουμε την αποδοχή των άλλων. Όμως τώρα τα μοτίβα αυτά δεν συμβαδίζουν με τις βαθύτερες ψυχικές ανάγκες μας και τις τωρινές συνθήκες, οπότε εστιάζοντας στο τώρα και στο μέλλον χρειάζεται να τα αντικαταστήσουμε με νέα πιο κατάλληλα μοτίβα που συμβαδίζουν με τον ενήλικα εαυτό μας. Αυτή η κατανόηση χρειάζεται να συμβεί τόσο σε συνειδητό όσο και σε υποσυνείδητο επίπεδο, ώστε ο λογικός και ο συναισθηματικός μας νους (αριστερό και δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου), να συνεργαστούν αρμονικά προς όφελος μας.

Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας και ιδιαίτερα μέσω τεχνικών που αξιοποιούν το συναίσθημα ή το σώμα, μπορούμε να αποκτήσουμε επίγνωση ή να ανακαλέσουμε στη συνειδητή μας μνήμη άλλες μεταγενέστερες εμπειρίες, οι οποίες «χτίστηκαν» πάνω σε αυτές τις πρώιμες συγκινησιακές αποτυπώσεις και εμπεριέχουν ένα όλον από συναισθήματα, αισθήσεις, σκέψεις, βαθύτερες πεποιθήσεις και μοτίβα συμπεριφορών αντιδράσεων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αναπλαισίωση και αφομοίωσή τους, ώστε να πραγματοποιηθούν οι επιθυμητές αλλαγές του θεραπευόμενου στην αντίληψη για τον εαυτού του και σε αυτό που επιθυμεί γενικότερα να δουλέψει μέσα από την ψυχοθεραπεία. Όμως η Βιοθυμική προσέγγιση θεωρεί ότι δεν είναι απαραίτητο όλες οι μνήμες να γίνουν συνειδητές. Ο εντοπισμός των «κρίσιμων» συναισθηματικών εμπειριών, η βιωματική αναπλαισίωση τους, η απελευθέρωση των δυσάρεστων συναισθημάτων που μπλοκάρουν το άτομο και η εύρεση νέων ώριμων λύσεων για τα υπάρχοντα προβλήματα, μπορούν να γίνουν σε υποσυνείδητο επίπεδο, από την πλευρά του εαυτού μας που εκφράζεται ως ώριμος-σοφός ενήλικας σε συνεργασία με άλλες πλευρές μας που εμπεριέχουν όλα αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα και σχετίζονται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στο παρόν.

Οι μέθοδοι που αξιοποιούνται στη Βιοθυμική προσέγγιση, όπως η νοερή απεικόνιση, η φαντασιωσική βίωση, το Συμβολόδραμα, η Θεραπεία των Καταστάσεων του Εγώ, τεχνικές Οικογενειακής θεραπείας, κλπ. βοηθούν στην επεξεργασία των εμπειριών και των μπλοκαρισμένων συναισθημάτων σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μέσω συμβολικών αναπαραστάσεων και αξιοποίησης της φαντασίας (λειτουργίες που αποδίδονται κυρίως στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου) και μέσω της επαφής με το σώμα μας ( δηλαδή πώς βιώνεται ένα συναίσθημα μέσω των σωματικών συμπτωμάτων και αισθήσεων). Επίσης σημαντικό ρόλο κατέχει και η ενημέρωση – ψυχοεκπαίδευση του θεραπευόμενου σχετικά με τις λειτουργίες του εγκεφάλου και του υποσυνείδητου νου, ώστε να κατανοήσει τη φύση των συμπτωμάτων του και να εστιάσει την προσοχή του στις διαδικασίες δημιουργίας και διατήρησής τους, αλλά και στο έμφυτο δυναμικό του ανθρώπου για εξέλιξη και αυτοϊαση. Όπως και σε άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, δίδεται σημασία στην ενδυνάμωση και στην ανακάλυψη από το άτομο των ικανοτήτων του που θα το βοηθήσουν να εξελιχθεί.

Η μεθοδολογία και οι θέσεις της Βιοθυμικής Ψυχοθεραπείας σχετικά με το ρόλο του θεραπευτή διαφέρουν σημαντικά από άλλες παλαιότερες προσεγγίσεις σχετικά με την Κλινική Υπνοθεραπεία. Ο θεραπευτής δεν χρησιμοποιεί υποβολές, δεν κατευθύνει και δεν επιβάλλει τίποτα, αλλά  παρέχει τα κατάλληλα εργαλεία ώστε ο θεραπευόμενος να ενεργοποιήσει το έμφυτο δυναμικό του για να πραγματοποιήσει τις αλλαγές που επιθυμεί. Όλες οι διεργασίες γίνονται αποκλειστικά στο υποσυνείδητό του θεραπευόμενου στο δικό του χρόνο και με τρόπους που το ίδιο το άτομο γνωρίζει (ακόμα και σε αποκλειστικά υποσυνείδητο επίπεδο) ότι είναι οι κατάλληλοι και οι πιο σωστοί για αυτόν. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθούμε ότι το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης έχει πλήρη έλεγχο του εαυτού του, έχει επίγνωση των βιωμάτων και των συναισθημάτων του εκείνη τη στιγμή, ενώ μπορεί να διακόψει τη διαδικασία οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμεί. Όταν υπάρχει προφορική επικοινωνία/διάλογος, ο θεραπευόμενος γνωρίζει τι λέει και μπορεί να πει ό,τι θέλει αυτός στον θεραπευτή, ενώ μπορεί να μην πει τίποτα αν δεν το επιθυμεί.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να διευκρινισθεί τι είναι η Ύπνωση και τι σημαίνει ο όρος Κλινική Υπνοθεραπεία, ώστε να αποφευχθούν πιθανές παρερμηνείες που προέρχονται από τον κινηματογράφο ή άλλες πηγές:

Η ύπνωση αποτελεί μια φυσική κατάσταση του εγκεφάλου μας, η οποία  είναι έμφυτη και συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της καθημερινότητας.

Η ύπνωση δεν είναι ύπνος, αλλά αφορά την βαθύτερη εσωτερική εστίαση και συγκέντρωση μέσα στον εαυτό μας, σε αυτά που αισθανόμαστε εκείνη τη στιγμή, σε σημείο που ενώ αντιλαμβανόμαστε τα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός μας, δεν μας αποσπούν από τη συγκέντρωση αυτή. Όταν απλά κλείνουμε τα μάτια μας και συγκεντρωνόμαστε στο πώς είμαστε εκείνη τη στιγμή ή όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, τότε επιτυγχάνουμε εσωτερική εστίαση. Παραδείγματα κατάστασης ύπνωσης στην καθημερινότητά μας είναι η ονειροπόληση και η βαθιά αυτοσυγκέντρωση σε μια δραστηριότητα (πχ. όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο που μας φαίνεται ενδιαφέρον, όταν συγκεντρωνόμαστε στην εργασία μας, κλπ.) ώστε τίποτε άλλο δεν μας αποσπά την προσοχή.

Η εστίαση μέσα στον εαυτό, οδηγεί στη βαθύτερη επαφή με τα συναισθήματα και τον υποσυνείδητο νου μας. Όταν βρισκόμαστε στην κατάσταση της ύπνωσης, ο εγκέφαλός μας εκπέμπει κύματα συγκεκριμένης συχνότητας (όπως συμβαίνει στις καταστάσεις χαλάρωσης και ονειροπόλησης και κατά τη διάρκεια του ύπνου) και αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να ανακουφιστούμε από το στρες. Ο καθένας μας μπορεί να εξασκηθεί ώστε να επιτυγχάνει μόνος του την κατάσταση της ύπνωσης όποτε το επιθυμεί, όμως η χρήση της για ψυχοθεραπευτικούς σκοπούς θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο από ειδικά εκπαιδευμένους ειδικούς ψυχικής υγείας, οι οποίοι εντός των σπουδών τους έχουν διδαχθεί σχετικά με τη λειτουργία του Νευρικού Συστήματος, έχουν εκπαιδευθεί στην εφαρμογή και άλλων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων κλπ.

Έτσι όταν μιλάμε για Υπνοθεραπεία ή Κλινική Ύπνωση, εννοούμε την αξιοποίηση της κατάστασης της ύπνωσης στην Ψυχοθεραπεία ή στην Ιατρική (για παράδειγμα η κατάσταση της ύπνωσης χρησιμοποιείται σε οδοντιατρικές επεμβάσεις και στην προετοιμασία των εγκύων για τον τοκετό). Στην Ψυχοθεραπεία, τεχνικές που χρησιμοποιούνται από άλλες προσεγγίσεις σε συνειδητό επίπεδο, μπορούν να συνδυαστούν με την κατάσταση της ύπνωσης (πχ. η τεχνική της άδειας καρέκλας, η συστηματική απευαισθητοποίηση για τις φοβίες, κλπ.) ή χρησιμοποιούνται τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί αποκλειστικά μέσω του συνδυασμού τους με την ύπνωση. Επίσης η χρήση της ύπνωσης στην ψυχοθεραπεία επιδρά στην ενεργοποίηση του Παρασυμπαθητικού Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη χαλάρωση, την αποφόρτιση από το στρες και την επαναφορά του οργανισμού μας σε ηρεμία.

bottom of page